υποζύγιος

υποζύγιος
-α, -ο / ὑποζύγιος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ζώα) ζευγμένος
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο». Ο τ. ως επίθ. είναι νεώτερος από το ουδ. ὑποζύγιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπόζυγος — ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α 1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.) 2. ως ουσ. ο υπεζωκότας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί ζυγος, σύ ζυγος] …   Dictionary of Greek

  • ՆԺՈՅԳ — (ուգի, ից.) NBH 2 0424 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 13c գ. ՆԺՈՅԳ. Գրի եւ ՆԺՈՅՔ, ոյից. (յն. պէսպէս.) ἴππος (որ է ձի, եւ այրուձի.) κέλης, κελετιστικός desultorius, ductitius, parippus, nisceus equus ὐποζύγιος jumentum. Երիվար… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”