- υποζύγιος
- -α, -ο / ὑποζύγιος, -ον, ΝΜΑ1. (για ζώα) ζευγμένος2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποζύγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο». Ο τ. ως επίθ. είναι νεώτερος από το ουδ. ὑποζύγιον*].
Dictionary of Greek. 2013.